|
η раковина, ракушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раковина? — κογχύλη как на (ново)греческом будет слово ракушка? — κογχύλη как с (ново)греческого переводится слово κογχύλη? — раковина, ракушка — λιάνη — αποκουμπίζω — ασφαλτωμένος — βερνίκι — πλάκα — σούτ — υπνωτιστικός — γραβανί — μάντρα — κωλονούρι — νευροψυχολόγος — ισχίο — αδειαστικά — πατουλιά — μουλλωχτός — ζαρομάτα — αντιστέκω — περδουκλώνω — χλωρασιά — εναίσιμος — αλεξιπτωτιστής |
|||