|
η кизил (дерево) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кизил? — κρανέα как с (ново)греческого переводится слово κρανέα? — кизил — δέσποτας — αχρείος — πυριτόλιθος — κατοικίσιμος — επιδιόρθωση — κακείθεν — χαρίεσσα — ραδιενεργός — ρωγμώδης — μπράτσο — θραυστήρ — θεοσεβούμενος — εσωκλείω — μαντραβίτσα — αξιότητα — πατρωνυμικός — ραδιοτηλέγραφος — θάλασσα — ερωτοδιωματόρης — διόραση — εξώπασχο |
|||