|
η «мавродафни» (сорт столового вина) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мавродафни? — μαυροδάφνη как с (ново)греческого переводится слово μαυροδάφνη? — мавродафни — καταμετρητικός — ακτοφύλακας — παραδοξολόγημα — λοξοτομώ — αναπλενστηριασμός — κληματσίδα — ένθετης — επινομία — πάψη — διάχωμα — ταξιθέτηση — κιτροπαραγωγός — ανιαρός — κορεσμός — φορολογητέος — κακοποιούμαι — μηκηθμός — παράταιρος — δεκοχτώ — μισοχορτασμένος — υπερκεράζω |
|||