Новогреческий словарь
κάμαρη
κάμαρη
η 1)
комната
;
2) разг. :
~ τής βάρκας — места для сидения (в лодке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
комната
? —
κάμαρη
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάμαρη
? — комната
#
(ново)греческий словарь
—
δραπέτευση
—
αναπλαστία
—
στροβίλισμα
—
αρχαϊστί
—
λιγοστός
—
πνευματοκρατία
—
εκτύλιξη
—
αυτομαστιγώνομαι
—
κοκκινομανίταρο
—
φαγεδαινώδης
—
μινουέττο
—
ένεκεν
—
αντεπεξέρχομαι
—
μισογύνης
—
ορθοφωνία
—
χοή
—
κουραδάκι
—
προπαραμονή
—
Σόδομα
—
θερμαγωγός
—
ακοπάνιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω