|
смысловой; ~ χαρακτηρισμός τής λέξης — смысловая характеристика слова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смысловой? — εννοιολογικός как с (ново)греческого переводится слово εννοιολογικός? — смысловой — εισήλθον — δίκαιος — μποσικάρω — πολύ — πτυελίστρα — ευφυής — ανησυχαστικά — ημέρευση — χαλιφατο — αδιαφορώ — αναποφάσιστον — βωκος — μικροφιλόδοξος — φυσητός — καυχησιολογιέμαι — επιφανής — αζωτισμός — παράλογο — συνεργάζομαι — διακόρευση — μεταπολιτευτικός |
|||