Новогреческий словарь
εννοιολογικός
εννοιολογικός
смысловой
;
~ χαρακτηρισμός τής λέξης — смысловая характеристика слова
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смысловой
? —
εννοιολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εννοιολογικός
? — смысловой
#
(ново)греческий словарь
—
ιέρακας
—
θερμόαιμος
—
πρωτομιλάω
—
σπασμώδης
—
χωρογράφος
—
σταθεροποιούμαι
—
αγχέμαχος
—
καφές
—
Πρωτομαιά
—
ασυγκάλυπτος
—
πυράγρα
—
νεφρικός
—
γλαφυρότητα
—
ζεστό
—
διορθωτικός
—
βυζαρού
—
ενενηντάρα
—
επακολούθηση
—
υστερόβουλος
—
τριζόνι
—
αντικατασκοπεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,