|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιθοτόμος? — — εντράδα — ανεμοδουλειά — μυαλό — ποινικολόγος — γεωπόνος — σαρανταποδαρούσα — μουντζούρωμα — εφορείο — διάπριστος — καπνοδοχοκαθαριστής — τσίγκος — φεγγαροντυμένος — βιτριολικός — απόστραβος — αφαντασίαστος — κρανιοσκοπία — κούφαμα — κορνίζα — παραβαραίνω — επικρεμής — ελικοφόρος |
|||