|
ο шагомер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шагомер? — δρομογράφος как с (ново)греческого переводится слово δρομογράφος? — шагомер — πανηγυρίστρια — διάβημα — καρυδώνω — αεριόμορφος — ξυστός — συντρόφευμα — ανοικτόχρους — ραδινός — δυσθεώρητος — ανθρακεύω — τροπαιούχος — θεώρημα — καρφίτσα — μπάσκετ-μπώλ — πρίσμα — χάσικος — επιφράγμα — παραχάραξη — μαλαγάν — μελάνωμα — λαούτο |
|||