|
το 1) шест; 2) межевой столб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шест? — σταλίκι как на (ново)греческом будет слово межевой столб? — σταλίκι как с (ново)греческого переводится слово σταλίκι? — шест, межевой столб — τρωγοπίνω — μονοκράτορας — άδης — όμως — εφελκυσμός — παρανυστάζω — φακοειδής — έμβασμα — απαραδειγμάτιστος — συμπεριλαμβανομένος — σφαιρομετρία — εγκοχλιώνω — κληροδότειρα — δωροδοκούμαι — βολταϊκός — ερρινισμός — χωρίστρα — λύχνος — δροσοπάχνη — ύδρευση — γυναικισμός |
|||