|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντιδογματίζω? — — σύστοιχος — ξέλειχα — κοπρολογία — παιδιάστικος — ελαιόπλακούς — βαστάζω — αμύριστος — σφαλιχτός — τεκμηριωτικός — γιαουρτάς — ύττριο — προμηθεύτρια — εκποιήσιμος — ετερολαλία — νεύρο — κόχιασμα — λεπτουργικός — ριμαδόρα — κρησφύγετο — βλαστοκόπος — χαλκογραφώ |
|||