|
το «касери» (один из сортов сыра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово касери? — κασέρι как с (ново)греческого переводится слово κασέρι? — касери — απαράδεκτο — υποφέρω — αργκιλές — αβουτύρωτος — διαλεκτός — καράτι — αηδονήσιος — χέζας — λιστρώνω — συνεκτικότητα — μεγαλοδύναμος — αλληλεξαρτώμαι — λεύγα — μάγγανος — αστροπλάνο — νεράντζι — βολτάρω — κατανεύω — περνοδιαβαίνω — επιπλήρωμα — τρήμα |
|||