ατμοσίδερο

формы словаβ
ατμοσίδερο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ατμοσίδερο? —


χρεωφειλέτηςπολυθεσίαδακρυϊκόςτυπολάτρηςδισκοθήκηξαστοχιάλαγουμιτζήςαναπόδιασμαεκατονταετίαχύνομαιιππότηςαθεράπευτοςμπακάληςεφηβότητααντάρτισσααχλεύαστοςεπίτροποςδιαβιώζαλιάρηςπαυσίπονοςαπαραχάρακτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit