|
το целлулоид; από ~ — целлулоидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово целлулоид? — σελλουλόϊντ как с (ново)греческого переводится слово σελλουλόϊντ? — целлулоид — διευθέτηση — όμ — νουνός — τορπιλλικό — γραφειοκράτης — ξαγιάζω — σκληριά — κλειδοκύμβαλο — συμμάζεμα — αμαξοειδής — αργάτισσα — θολούρα — ύπερθεν — χαρακώνω — έλασμα — εξυδατώ — φαεινή — παραγνωρίζω — πτύελο — εισπρακτορίνα — ρούβλιο |
|||