|
το 1) зайчонок; 2) бот. цикламен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зайчонок? — λαγουδάκι как на (ново)греческом будет слово цикламен? — λαγουδάκι как с (ново)греческого переводится слово λαγουδάκι? — зайчонок, цикламен — έλκυση — μωαμεθανίδα — καύκαλο — ωραιόπαθος — μειονεκτικότητα — στρεπτός — σκούρα — σκόπελος — κύμα — υλομορφισμός — ψηφοθηρώ — ένσταση — θερσίτειος — παγοθραύστης — δημοπρατικός — αντιαλγικός — λαογραφικός — απροίκιστη — συνεχίζω — κακοτάξιδος — άφτειαστος |
|||