|
η понёсшая лёгкое наказание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово понёсшая лёгкое наказание? — αλαφροποινίτισσα как с (ново)греческого переводится слово αλαφροποινίτισσα? — понёсшая лёгкое наказание — αυτοβιογραφικός — αποχτυπάω — αλοπηγός — επικρατώ — Επτάνησα — στείψιμο — ανάβλεμμα — αλίχνιστα — εύ — νότιος — πρωταρχινίζω — εγχαράττω — μηνιγγικός — κρασοπότι — πυριτιδοποιείο — δίδομαι — μύχιος — σχωρνώ — ηλεκτρολογικός — ενδοσκοπώ — κινητοποιημένος |
|||