|
становиться банкротом, обанкротиться #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρεοκοπώ? — — αλητόπαις — αγγελοθωρώ — σύρτης — μόρον — επιπρόσθηση — συγκυριαρχία — καταβολιάζω — αυθαιμοθεραπεία — ευθυωρία — καμηλόμαλλο — λιβοζέφυρος — εναλλάσσομαι — χρεμετισμός — μπουλονάρω — σέρτικος — χρηστομάθεια — ευάγωγος — χιονάτος — πυραμίδα — εγκατασπείρω — αποσπερνός |
|||