|
το оленёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оленёнок? — λαφάκι как с (ново)греческого переводится слово λαφάκι? — оленёнок — ψευδισμός — φιογκάκι — φατσούλα — συνταγματολόγος — επίκρουση — υπάνθρωπος — καταστατικός — χοντρέλα — φρούραρχος — ιερωμένος — παρηγορίητής — φυτό — απεικαστό — επιβαίνω — βόλισμα — μαμά — αστίατρος — χρησμοδοτώ — κρατούντες — προσυπογράφω — αλεξίτρομος |
|||