|
очищать от ржавчины #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очищать от ржавчины? — ξεσκουριάζω как с (ново)греческого переводится слово ξεσκουριάζω? — очищать от ржавчины — ψιθυριστός — αραποβλογιά — γελαστικός — απρόσμενα — αντρίκιος — χρυσοκυρά — καλοκαιριάτικα — γιγαντοαφίσα — ξεμυάλισμα — μαντόλα — διάσελα — εύκλωστος — καλωδιώνω — βιδόνια — ρεμπούμπλικο — επαγγελματικότητα — αλιπάστωσις — ανάδευση — θρασύς — ιματιοφυλάκιο — αδελφοποιητή |
|||