|
η архит. львиная голова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово львиная голова? — λεοντοκεφαλη как с (ново)греческого переводится слово λεοντοκεφαλη? — львиная голова — μασκαρεύω — αρμενιακός — καμηλοπάρδαλη — απάρνηση — μαργιόλεμα — ενούρηση — αποδυναμωτικά — ανειδίκευτος — αυστραλιακός — πτολεμίζω — ψαριέρα — ανθρωπινός — δεντροφυτεύω — γειτονεύω — ψευδοροφή — ατυχεύω — ήτις — πεθυμώ — σκυλόμουτρο — αναχαιτίζω — βιταμίνες |
|||