|
η постель на полу; τήν βγάζω ~ — спать на полу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово постель на полу? — στρωματσάδα как с (ново)греческого переводится слово στρωματσάδα? — постель на полу — αδιευθέτητος — νησαίος — μετανιωμένος — λεβητοηοιία — δεξιοτέχνις — σούβλα — μισθοδοτούμαι — φρυμάζω — έγκαιρος — καζάρμα — ανδριαντοποιός — ζαρίφικος — αντιστοιχία — ξενοικιάζομαι — δεκάρχης — μπαρκάρω — ερμηνευτής — επιβουλεύομαι — σπατουλάρω — συνέπειες — βαριοφαίνεται |
|||