|
το хим. ксенон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ксенон? — ξένον как с (ново)греческого переводится слово ξένον? — ксенон — καταβόλεμα — αντίθετο — δεσποτικόν — κηδεμόνας — σιγουρεύομαι — οπωροπωλείο — αχρεώστητος — ρεφενίζοντας — εκσφενδόνιση — γλυκαρμενίζω — χηρεμός — ενδοτικός — έχω — προκαταρκτικός — ιστοχώρος — κρόκινος — τετράτροχος — ταρτούφος — παμμακάριστος — γλυκαναβρύζω — παρακάτω |
|||