|
молоть чепуху #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молоть чепуху? — σαχλαμαρίζω как с (ново)греческого переводится слово σαχλαμαρίζω? — молоть чепуху — κανονικός — ορμηνεύω — γραμμοσύρτης — στουράκι — εξελαύνω — σκληρόσαρκος — ανωφερής — υποκατανάλωση — ανεμοτάραχτος — εξογκωμένος — γιωμένος — τεφτέρι — χρύσωση — δάδιασμα — μανιακός — χειμαρρώδης — κάθεξη — ψέμμα — καταλεπτώς — ίδρυση — Σύρα |
|||