|
(αόρ. αμφίταμον) обрезать; обрубать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обрезать? — αμφιτέμνω как на (ново)греческом будет слово обрубать? — αμφιτέμνω как с (ново)греческого переводится слово αμφιτέμνω? — обрезать, обрубать — προτίμηση — εξειργασμένος — ωκεάνιος — αναβλητικότητα — παίχτρα — λεξικογράφηση — απροκάλυπτος — πλατσουκομύτης — κωπηλατώ — κουμπαριάζω — φορτίζω — στυπτηρία — ελεημονώ — εξωθούμαι — ενδίδω — πλισσές — εμβρυοπλαστία — συλλογικός — γριτσανίζω — κριός — περιβολή |
|||