|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χειροτέρευση? — — λιανοπουλώ — αγγλική — χαυνώνω — ταμπού — περιβόητος — σηρικό — μονοήμερος — ξεφάντωση — φαρμακολογικός — κότσος — σιτηρά — αναγκαίος — προφήτης — βραχυπρόθεσμος — νεκροτοκώ — νανόμετρο — σαλαμούρα — μετατροπία — μπόλιασμα — οστεολογία — προθέρμανση |
|||