|
ορμώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χιμώ? — — βαθμολογία — Μελισσάνθη — φιλαρχία — παρατονία — χελωνοειδής — ηλιοτροπισμός — εξώθερμος — φρίσσα — αυτοξείδωση — ξενητειά — ανεξέλεγκτος — Παράκλητος — νεύση — μαμμούδι — καλειδοσκόπιο — ετοιμόρροπος — ενάγω — ατσαλώνομαι — λαδοκούμαρο — πυελοσκόπηση — γιέν |
|||