Новогреческий словарь
ψιχαλιστός
ψιχαλιστός
моросящий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
моросящий
? —
ψιχαλιστός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψιχαλιστός
? — моросящий
#
(ново)греческий словарь
—
έκλευκος
—
αλάδωτος
—
αψιμυθίωτος
—
αμνημοσύνη
—
εξοφθαλμισμός
—
σά
—
αναλύτης
—
δωδέκατο
—
ολημερίς
—
νιτροβάμβαξ
—
μικροφιλοδοξία
—
χτυπώ
—
διακατέχω
—
διαγωνίζομαι
—
αρχαιοσολία
—
ιχθυαγορά
—
εταστικός
—
κωλοφαρδία
—
μακροτάξιδος
—
πρέζα
—
αντιμισθία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω