|
моросящий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моросящий? — ψιχαλιστός как с (ново)греческого переводится слово ψιχαλιστός? — моросящий — μάξιμουμ — οργάνωση — κροκοσυλλέκτης — ακοιμησιά — αντικρινά — αναφορά — αντιψύχι — οικοδιδάσκαλος — δίλαβος — ψευδόσοφος — επιβαρύνω — καύτρα — ενδοθήλιον — δωματιάκι — λαγιάζω — νταβατζής — βροντοφωνώ — καπνοδόχος — απερίθαλπτος — χοροδιδάσκαλος — ντρίτος |
|||