|
колышущийся от ветра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колышущийся от ветра? — αυροσάλευτος как с (ново)греческого переводится слово αυροσάλευτος? — колышущийся от ветра — χλωροφορμικός — κορόμπλο — προσιτός — γουρούνι — ψευδισμός — αμίλητος — χρυσάνθεμο — πτώση — οπωροπωλείο — τυραννιέμαι — αναδένω — αριστερόχειρας — υδατισμός — εχιδνισμός — ξετιμιώνω — ελαφρότητα — αντιλοιδωρώ — διαλέγομαι — συγχωριανός — πολιτικομανία — νεφελόμετρο |
|||