Новогреческий словарь
αυροσάλευτος
αυροσάλευτ|ος
колышущийся от ветра
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колышущийся от ветра
? —
αυροσάλευτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυροσάλευτος
? — колышущийся от ветра
#
(ново)греческий словарь
—
ναυάγισμα
—
συνεσταλμένος
—
αρριβιστικός
—
γερτός
—
ηττοπάθεια
—
εικονογραφώ
—
ασημείωτος
—
εμπορομηχανικός
—
σημασιολογία
—
οδόντωση
—
βιολιτζού
—
εξαίρετος
—
αποπωμάτιση
—
πολύστροφος
—
παραδαρμένη
—
κατάφρακτος
—
σιδηρουργός
—
ταραμάς
—
βελτίωση
—
καπνοκαλλιεργητής
—
φαφούτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве