Новогреческий словарь
μοσχοκάρφι
μοσχοκάρφι
το
гвоздика
(растение и пряность)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гвоздика
? —
μοσχοκάρφι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοσχοκάρφι
? — гвоздика
#
(ново)греческий словарь
—
στρούγκα
—
άχωρ
—
εικοσαετία
—
δουλοσύνη
—
ηωσινοφιλία
—
καλαπόδι
—
κακοτεχνία
—
αφριά
—
ακατέβαστος
—
διαβατάρικος
—
ιδεαλιστικός
—
φιλονικία
—
εμπαισμα
—
ρεπερτόριο
—
ιατρία
—
φιλοτεκνία
—
χαλκοπλαστικός
—
στοιχειοθέτηση
—
τρίκ
—
ιπποτικά
—
απολογητικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,