|
η столица, главный город; η ~ τής πατρίδας μας — [phrase]столица нашей Родины[/phrase]; είμαι απ' τήν ~ — быть жителем столицы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столица? — πρωτεύουσα как на (ново)греческом будет слово главный город? — πρωτεύουσα как с (ново)греческого переводится слово πρωτεύουσα? — столица, главный город — παλαιολιθικός — αφεντομουτσουνάρα — σταχυολόγηση — νικιέμαι — βιβλιοπαραγωγή — ζωοειδής — συλλαλητήριο — αιματολογία — ξεπεταρούδι — έμβαση — ανακυλισμός — παραπίνω — αξονοειδής — γδέρνω — λιγώνομαι — αντιφωτίζω — τρισέγγονο — χέστης — διακορεύω — κατάκλιτο — γλυκούτσικος |
|||