|
το эк. демпинг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово демпинг? — ντάμπινγκ как с (ново)греческого переводится слово ντάμπινγκ? — демпинг — επισκέπτης — σύχνασμα — δεξιοτεχνικός — ασυλλόγιστος — ξερρίζωμα — ἀποοσκοέω — κομμωτήριο — ενορία — τάκος — δοτική — Φίλιππος — φρίττω — μπαγλαμάς — φύση — μολύβδαινα — τσαμπουνοφυλάκα — νωπός — πτυχώδης — γαλακτόκονις — μπεόπουλο — παγιδεύω |
|||