|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δικάσιμη? — — εσωκλείστως — κραίνω — περιορισμένος — προσφυγόπουλα — ξεχασμάρα — αφιόνι — θρύβω — αγόρα — βούλιαγμα — σηματοδοτώ — ασυγκάλυπτος — διάτρημα — πονημάτιον — καλοφορεμένος — γρασάρισμα — λεοντή — εκτραχηλισμός — τραχύς — φραγγέλωση — μπανέλλα — Ελλαδίτης |
|||