|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λασκαρισμένος? — — αρχίατρος — αρκούδα — σαρμάς — κελλάριος — βραχέα — γράφονομία — σαλτέρνω — γρανιτένιος — απειροστημόριο — ετερόφωτος — νεραϊδόξυλο — βαβούρα — γλωσσιά — αγιαστήρα — σπυράκι — υψίφωτον — μηχανοποιείο — σινιόρ — κόνξα — κανονικός — άισμπεργκ |
|||