Новогреческий словарь
λασκαρισμένος
λασκαρισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λασκαρισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εφαπλωματοποιία
—
χλώρωση
—
σεναριογράφος
—
ηλεκτροποίηση
—
παπάκι
—
πενηντάχρονη
—
άθελα
—
φτενός
—
ρομποτική
—
υποπολλαπλάσιος
—
κατάληξη
—
μπαχαρικό
—
ζυγό
—
αζήτητα
—
τυρόπιττα
—
αδαμαντοφόρος
—
ξυλεμπορικός
—
στόλιση
—
πόχα
—
ζωηρεύω
—
γιαγιάκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,