λασκαρισμένος

формы словаβ
λασκαρισμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λασκαρισμένος? —


αρχίατροςαρκούδασαρμάςκελλάριοςβραχέαγράφονομίασαλτέρνωγρανιτένιοςαπειροστημόριοετερόφωτοςνεραϊδόξυλοβαβούραγλωσσιάαγιαστήρασπυράκιυψίφωτονμηχανοποιείοσινιόρκόνξακανονικόςάισμπεργκ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit