|
эбеновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эбеновый? — εβένινος как с (ново)греческого переводится слово εβένινος? — эбеновый — πιατέλα — λαμπυρίζω — ζωοχημεία — ανασπάζομαι — ορίστε — δαιμονόσπερμα — αποδοτικός — έμφοβος — τσακνοτσούκαλα — έλατο — τραμπούκο — οπλίζομαι — χωνευτός — παροξύτονος — υπαγόρευση — νόμιμα — απειλή — διερμήνευση — μικροκλέπτρια — αμφιβάλλω — αντιμεθυστικός |
|||