προϋπόθεται

формы словаβ
προϋπόθεται
:
          ~ ότι — [phrase] при условии(__,__) что... [/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово προϋπόθεται? —


πρωθοπουργεύωευρεσιτέχνηςαδιαπόρευτοςστενοχωρημένοςτέσσεραθειαφήςβαρυντικόςαγριόκλημαιεροκρύφιοςτρομπέταυποφυλακτήρκαβγατζούδανειοδότησηαστρολογικόςκατατοπιστικόςερυθροκύτταροσυγκριτικόςπλανεύτραφρακτόςελεφάντινοςμαγνήσιο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit