|
: ~ ότι — [phrase] при условии(__,__) что... [/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προϋπόθεται? — — πρωθοπουργεύω — ευρεσιτέχνης — αδιαπόρευτος — στενοχωρημένος — τέσσερα — θειαφής — βαρυντικός — αγριόκλημα — ιεροκρύφιος — τρομπέτα — υποφυλακτήρ — καβγατζού — δανειοδότηση — αστρολογικός — κατατοπιστικός — ερυθροκύτταρο — συγκριτικός — πλανεύτρα — φρακτός — ελεφάντινος — μαγνήσιο |
|||