|
(αόρ. ξαναπήρα) снова брать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снова брать? — ξαναπαίρνω как с (ново)греческого переводится слово ξαναπαίρνω? — снова брать — μπαμπακούλης — σφύξη — ξηλώνω — αχυράνθρωπος — νιτρογλυκερίνη — γαβάθισμα — καβαλητός — πεζικό — κράνεια — όγκωμα — σεπτός — ανάχτιδος — αναγκιρός — κοινιάζω — παραβάλλω — σπηλαιολόγος — τυμβωρύχος — μισοτιμής — διαστάλαξις — απρόσδεκτος — ηλιοτροπία |
|||