εργοδότισσα

формы словаβ
εργοδότισσα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εργοδότισσα? —


αιμορροΐδααγαλμάτιοαναγγέλλωταβλιστήςπροσδοκώκεντρισμόςσουπάρωεπιτείχωξεγνοιασιάσυμπλέκωυπενθυμίζωαυτοκαλούμαιπαρασκευαστικόςυπερτερώχλωροφόρμισηγλωσσομάθειαμελιγγίτηςεισοδηματίαςεπικοινωνιακόςκοσμηματογράφοςομαλός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit