Новогреческий словарь
πατούσα
πατούσα
η 1)
ступня
;
2)
след
(чулка, носка)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ступня
? —
πατούσα
как на
(ново)греческом
будет слово
след
? —
πατούσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πατούσα
? — ступня, след
#
(ново)греческий словарь
—
μεταλαμπάδευση
—
βρωμολίμνη
—
πραματευτάδικο
—
χαμάλης
—
αργυρομάχαιρο
—
εγγυητήριος
—
χωριανός
—
προσωπιδοφορία
—
ασύχναστα
—
πλημμύρισμα
—
αρπαχτός
—
καθυστερώ
—
καλικατζού
—
ανεμομιλιά
—
ευθυμολογία
—
παιδοδοντίατρος
—
λυρικός
—
λεπτολογώ
—
αναγωγή
—
αστείζομαι
—
ιστοριοδίφις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,