|
1) муз. двухтактный; δίμετρος παυσις — двухтактная пауза; 2) лит. двустопный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухтактный? — διμετρικός как на (ново)греческом будет слово двустопный? — διμετρικός как с (ново)греческого переводится слово διμετρικός? — двухтактный, двустопный — καλαματιανός — λευκάζω — ηλιοστάσι — πεδούκλι — τρίκαυλος — εθελοντικά — γεροντογράδιο — παιδικότητα — σφαληχτός — ιχθυολαχανοπώλης — αντίρροια — πλεμόνι — μυροβόλος — προμήθεια — επιλήσμον — μεταβιβάσιμος — ανοικονόμητος — βρασιά — εντεροκολίτις — λαοπόθητος — υδροστάθμη |
|||