διμετρικός

формы словаβ
διμετρικός
1) муз. двухтактный;
          δίμετρος παυσις — двухтактная пауза;
2) лит. двустопный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово двухтактный? — διμετρικός
как на (ново)греческом будет слово двустопный? — διμετρικός
как с (ново)греческого переводится слово διμετρικός? — двухтактный, двустопный


καλαματιανόςλευκάζωηλιοστάσιπεδούκλιτρίκαυλοςεθελοντικάγεροντογράδιοπαιδικότητασφαληχτόςιχθυολαχανοπώληςαντίρροιαπλεμόνιμυροβόλοςπρομήθειαεπιλήσμονμεταβιβάσιμοςανοικονόμητοςβρασιάεντεροκολίτιςλαοπόθητοςυδροστάθμη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit