|
ο ист. дож #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дож? — δόγης как с (ново)греческого переводится слово δόγης? — дож — αφοβέριστος — λινοτύπης — ποικιλόχρωσις — αγλέουρας — ηλεκτροπαραγωγικός — ακρεβάτωτος — λαγοπόδαρος — χονδρική — βλυχός — ενδορραχιαίος — ιμπεριαλιστής — ανθοκήπι — χυδαιοποίηση — εμπαθής — προσκέφαλο — φοινικούς — αποσπέρισμα — ζημιογόνος — ζερζαβάτι — επτάγωνος — διάολος |
|||