|
το 1) ночлег; βρίσκω ~ — останавливаться на ночлег; 2) воен. : ~ (στρατιωτικόν) — постой; έχω (или κάνω) ~ — останавливаться на постой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ночлег? — κατάλυμα как с (ново)греческого переводится слово κατάλυμα? — ночлег — χρυσοτρίχης — πάτσι — εισέπεσα — εμμηνοπαυσιακός — πιωμένος — στοιχειοθετούμαι — εισηγούμαι — απαίνευτος — παραλλαγμένος — σερμπέτι — ενδιατριβή — εμπρηστήριος — ελαιόδενδρο — τετράωρο — λιγνίτης — μαστοριά — διφωνία — ασχόλαστα — αποστάφυλα — άλογο — μελάνωση |
|||