|
пиратский; ~ή πράξη — пиратский налёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пиратский? — πειρατικός как с (ново)греческого переводится слово πειρατικός? — пиратский — λέζα — όπτησις — γραμματοσημομανής — φθονερός — κρατητός — αιμοκαλλιέργεια — περιτειχίζω — χειλεανάγνωση — οκταετία — ξεχωριστά — κελάρης — απάνθηση — ευθαρσής — εβραϊστί — κεράμειος — γκαίνιση — κριθαρόσουπα — μικροσκόπιο — εκατέρωθεν — ιδανικά — άλλως |
|||