|
το мед. эндоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндоскоп? — ενδοσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово ενδοσκόπιο? — эндоскоп — τραχηλικός — βεργινάδα — επισκευάζω — επταήμερος — παραθεριστής — σύγκλυση — μπαλαμουτιάζω — ανδράποδο — απάρθενος — εσωθικά — υδροφαντική — αντρίκειος — εισπηδώ — μπουκαλάκι — ασταχυολόγητος — στεγανοποιούμαι — χαρτομάντιλο — καρμανιόλα — κόρος — κασονιάζω — επικρατέστερος |
|||