|
продолговатый; ~ μυελός — анат. продолговатый мозг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продолговатый? — προμήκης как с (ново)греческого переводится слово προμήκης? — продолговатый — ανικτερικός — αθέρμαστος — παιδοφιλία — βούτυρο — αντίθρησκος — μασχαλίζω — ταπητοστρώνω — κακότροπος — μαρμαροκονία — πριτσινάρισμα — προβληματώδης — αρχιφύλακας — περιμένω — ανεβόλιασμα — βιβλιοθήκη — παλιοκοινωνία — βάθυνση — κατηχητής — γλάρα — παλιατζίδικο — φωλεύω |
|||