|
кожевенный; дубильный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожевенный? — βυρσοδεψικός как на (ново)греческом будет слово дубильный? — βυρσοδεψικός как с (ново)греческого переводится слово βυρσοδεψικός? — кожевенный, дубильный — λαοκράτης — Αποσπερίτης — δελφικός — ανετος — διασπώ — οχταήμερος — επιτρέπω — μόχθος — ηλεκτροενέργεια — έμφοβος — αντλοσίφων — βραχότοπος — κραταιότης — παρασύνθημα — αγροφύλακας — σταυραδερφός — βαρήσκιωτος — βουναλάκι — κρεατερός — τσίπα — εξαεριστικός |
|||