Новогреческий словарь
δέστρο
δέστρο
το
втулка
(колеса)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
втулка
? —
δέστρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δέστρο
? — втулка
#
(ново)греческий словарь
—
τεχνουργικός
—
επτάωρος
—
ών
—
καθημερινά
—
κινηματογραφία
—
συσταχώνω
—
δραγόνος
—
παντοτινά
—
φοίτηση
—
ορτσάρω
—
κατάκλειστος
—
θαλαμοφύλακας
—
συνέρχομαι
—
άμυαλος
—
δυσκοινώνητος
—
γλειφτοκουτάλας
—
υπνοθεραπεία
—
εύστοχος
—
ρυζόνερο
—
μέτρημα
—
βοτρυοειδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве