|
археологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово археологический? — αρχαιολογικός как с (ново)греческого переводится слово αρχαιολογικός? — археологический — λάρυγγας — αντιαρθριτικός — κορίνθιος — ατμομηχανικός — υπεραισθητικός — κεντρόφυγος — εκχέρσωση — λιπαρότητα — εκμηχάνιση — λευκόθριξ — μόρος — παχυντικός — εξελεγκτέος — οφιολάτρης — νερωμένος — υπνοβατώ — φληναφώ — οδοντοειδής — αμπαλλάζ — καλτσοδέτα — ερωτοχτυπημένος |
|||