|
ο мин. лазулит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лазулит? — λαζούλιθος как с (ново)греческого переводится слово λαζούλιθος? — лазулит — πνευματοθώραξ — αφωτογραφιστός — γραμματοσημομανής — καρτέλλα — αγοράστρια — μίνιο — δακρυοποιός — λαρυγγόφωνος — λογοδιάρροια — τριβολίζω — γειτνιάζω — κάνας — ευπειθώς — ενδεσμος — άμορφος — κοσμηματοπώλης — άρρυθμος — τυράς — αιμοστάτης — κόπια — κουνελάκι |
|||