|
муз. аккомпанировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аккомпанировать? — υποκρούω как с (ново)греческого переводится слово υποκρούω? — аккомпанировать — επιμελήτρια — μαγγανεία — σαλαγή — τουρκόπιασμα — βαθιογάλαζος — υδραεροπλάνο — ρινικός — προγνωστικός — ακοινολόγητος — κωλότσεπη — γανιάζω — ψευτοδουλειά — αυτοτυπία — αγένεια — σχίζω — πέρπερος — εκβρασμός — έρεισμα — τηλεφωτογραφία — ξυλοφαγάς — αρχιεπισκοπή |
|||