|
το мучитель (обычно об озорном ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мучитель? — πειραχτήριο как с (ново)греческого переводится слово πειραχτήριο? — мучитель — τελειόφοιτος — σφερδούλακας — αυθορμητισμός — αντιπολιτευόμενος — ναρκωτισμός — εκτοπισμός — προσβλητικότητα — φουρούσι — δορκάδιο — χαρίεσσα — ακριβά — αετηδόν — αναρριχητικός — αβιογένεσις — μοιραίο — υπεροχή — χαλιφεία — ζουρλοπαντιέρα — τσαμπουκαλίδικα — γρούδα — Ρώσα |
|||