|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατανεμημένα? — — αχερωμένος — αδρώς — δενδρύλλιο — καπνεργάτης — συζητητικός — μέτρηση — αλληλοδιαδοχή — κολλέγας — κλαψιάρα — ληστεύω — πρόθεση — επικοινωνιακά — πνιγός — αποκρατώ — ακοπάνιστος — ελαιόδενδρο — αναφλέγω — ωκυποδία — θαλάσσερμα — επέκεινα — μπαλέττο |
|||