|
αόρ. от εξαγορεύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξείπον? — — γκόλπι — αλληλοεξάρτηση — κοτυληδών — καλοπέφτω — πονέντες — λαγιδεύς — ευθειακός — καστανός — ξεψαρωμένος — διαθλώ — ανθρωπομορφία — μαγκιπειό — φουσσατο — ατμοτουρμπίνα — ναυλοσύμφωνο — τριαντάφυλλο — μοστράρω — κατασκευασμένος — θηλάζω — ζαφειρένιος — ξεπροβάλλω |
|||